λάθεμα

λάθεμα
το, -ατος
το λάθος, το σφάλμα: Τα λαθέματά του τα πλήρωσε ακριβά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λάθεμα — το [λαθεύω] 1. λάθος, σφάλμα 2. παράπτωμα, αμάρτημα …   Dictionary of Greek

  • λάθωμα — το (Μ λάθωμα) εσφαλμένη γνώμη, λάθος, λάθεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθώνω. Η λ. απαντά σήμερα στο ποντιακό ιδίωμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”